«Η τζαζ είναι μια γλώσσα που τη μιλάει όλος ο κόσμος» σημειώνει ανάμεσα σε άλλα στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Π» ο σπουδαίος συνθέτης της τζαζ

Ύστερα από πέντε χρόνια απουσίας, ο Γλαύκος Κοντεμενιώτης βρέθηκε ξανά την περασμένη βδομάδα στο Αρχοντικό της οδού Αξιοθέας όπου έδωσε μια συναυλία με δικές του συνθέσεις τζαζ μουσικής.

Ο κ. Κοντεμενιώτης ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη από το 1988. Γεννήθηκε στην Κερύνεια και ήταν πέντε ετών κατά την τουρκική εισβολή του 1974. Με την οικογένειά του κατέφυγε στο ξενοδοχείο Dome της Κερύνειας, όπου παρέμεινε έγκλειστος για δύο ολόκληρα χρόνια. Άλλα δύο εγκλωβισμένος στο Μπέλλαπαϊς και απ’ εκεί στη Λευκωσία, σε μια πολυκατοικία απέναντι από την οποία δίδασκε πιάνο μια κυρία. Στα οκτώ του, ξεκίνησε μαθήματα. «Θα σας πω τι λέει η μητέρα μου όταν τη ρωτούν. Λέει πάντα το ίδιο: ‘Τον πήρα για μάθημα πιάνου κι ακόμα κάθεται!’. Ήταν κάτι πολύ φυσικό για μένα. Θυμάμαι πάντα όταν έβαζα τα δάχτυλά μου στο πιάνο, χανόμουν. Με καλό τρόπο».

Ξεκινώντας από την κλασική μουσική, ο κ. Κοντεμενιώτης γνώρισε στην εφηβεία του την τζαζ, που δεν αποχωρίστηκε ξανά. Ζει στην ιδανική πόλη για να παίζει τζαζ, ωστόσο «μελωδικά νομίζω πάντα επηρεάζομαι κάπως από τα ελληνικά – υπάρχει πάντα η αίσθηση του ελληνικού στοιχείου».

Όταν ήμουν 13 – 14 ετών, άκουσα τυχαία στο ραδιόφωνο τζαζ. Θυμάμαι, δεν κοιμήθηκα τη νύχτα καθόλου

«Πρέπει να ξέρεις από πού προέρχεται η μουσική. Δεν έρχεται από το ραδιόφωνο αλλά από τα αισθήματα των ανθρώπων», σημειώνει ο κ. Κοντεμενιώτης, καταλήγοντας στη συνέντευξη που ακολουθεί.

Τριάντα χρόνια μετά, επίμονα εισδύουν τα ελληνικά ακούσματα;
Δεν ξέρω αν είναι τα ακούσματα όσο τα αισθήματα μάλλον που δεν φεύγουν. Ο τόπος σου είναι πάντα ο τόπος σου. Ενώ έζησα περισσότερα χρόνια στη Νέα Υόρκη, νιώθω ότι εδώ [σ.σ. στην Κύπρο] είναι ο τόπος μου. Και με τα αισθήματα φυσικά, σίγουρα επηρεάζουν τη μουσική και τη σύνθεση.

Ποια είναι αυτά τα αισθήματα; Αν μπορούν να προσδιοριστούν και να αποτυπωθούν μουσικά.
Ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του εμπειρίες και από τις εμπειρίες του νιώθει ορισμένα πράγματα. Εγώ είμαι από την Κερύνεια, όταν έγινε η εισβολή ήμουν 5 χρονών. Ένα παιδί πέντε χρονών βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Θυμάμαι ότι δεν φοβόμουνα, δεν καταλάβαινα τι γινόταν με την εισβολή. Έπειτα πήγαμε για δύο χρόνια εγκλωβισμένοι στο Μπέλλαπαϊς και… περνούσαμε ωραία μικροί. Νιώθαμε ότι κάτι δεν πάει καλά αλλά δεν καταλαβαίναμε τι. Νομίζαμε ότι ήταν κάποιου είδους παιχνίδι και περνούσαμε ωραία. Αλλά τώρα που τα βλέπω από μακριά, είναι διαφορετικό το αίσθημα. Αυτή η μοναδική εμπειρία του πολέμου, του ξεριζώματος, βλέποντάς το από μακριά είναι πικρόγλυκο και νομίζω ότι αυτό πάντα βγαίνει στη μουσική μου με τον ένα ή τον άλλον τρόπο.

Παρά την απόσταση; Επιμένω γιατί είναι αρκετά εντυπωσιακό το ότι ζείτε σε ένα περιβάλλον εντελώς διαφορετικό και με πολλαπλάσια ερεθίσματα καθημερινά.
Ναι, βεβαίως, είναι πολύ διαφορετική η ζωή της Νέας Υόρκης. Και εκεί υπάρχουν ερεθίσματα μουσικά, ειδικά για τη μουσική τζαζ. Ίσως το πάντρεμα και των δύο είναι το ενδιαφέρον, ίσως γι’ αυτό βγαίνει κάτι μοναδικό.

Στο σημείωμα της συναυλίας για την Αξιοθέα αναφέρεται ότι το πάντρεμα ήχων που σήμερα αποτελεί κάτι σαν τάση, στη δική σας περίπτωση είναι μοναδικό γιατί είναι πολύ προσωπικό.
Και ορισμένοι κριτικοί της τζαζ στη Νέα Υόρκη λένε το ίδιο πράγμα, ενώ δεν ξέρουν τις προσωπικές μου εμπειρίες. Ότι φαίνεται πως είναι πολύ προσωπικό ύφος.

Πώς θα ορίζατε τον προσωπικό σας ήχο;
Οπωσδήποτε τζαζ. Ωστόσο δεν ξέρω αν μπορώ να τον καθορίσω εγκεφαλικά γιατί δεν με ενδιαφέρει να κάνω κάτι τέτοιο. Απλά έτσι μου βγαίνει η προσωπική μου φωνή. Είναι σίγουρα τζαζ με έντονο το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού. Πιστεύω ότι το πολύ ξεχωριστό στοιχείο στην ελληνική μουσική είναι η μελωδία της. Κι αυτό κάπως μού βγαίνει. Έτσι αυτά τα κομμάτια έχουν μια συγκεκριμένη μελωδία.

Πώς επιλέξατε την τζαζ;
Αρχίζοντας πιάνο, έπαιζα και άκουγα κλασική μουσική. Μου άρεσε πάντα. Μετά άρχισα να παίζω λίγα ελληνικά. Όταν ήμουν 13 – 14 ετών, άκουσα τυχαία στο ραδιόφωνο τζαζ. Θυμάμαι, δεν κοιμήθηκα τη νύχτα. Καθόλου. Και περίμενα να γίνει 9 το πρωί, να ανοίξουν τα καταστήματα και να πάω να βρω δίσκους τζαζ. Τότε όμως δεν υπήρχαν πολλά καταστήματα. Θυμάμαι υπήρχε ένα στη Λήδρας και πήγα πρώτα σ’ εκείνο. Ρώτησα αν είχαν δίσκους τζαζ αλλά δεν είχαν πολλούς. Βρήκα όμως δύο: έναν του Έρολ Γκάρνερ του πιανίστα και έναν του Στάνλεϊ Τάρεντιν και θυμάμαι ότι ενθουσιάστηκα. Έπαιζα συνέχεια αυτούς τους δίσκους. Συνέχεια. Έπειτα ανακάλυψα ότι το BBC είχε μισή ώρα τη βδομάδα, νομίζω κάθε Τετάρτη 11:00 – 11:30, μουσική τζαζ. Ό,τι κι αν συνέβαινε, έπρεπε κάθε Τετάρτη εκείνη την ώρα να μην κάνω τίποτα. Ούτε να βγω έξω. Καθόμουν κι άκουγα τζαζ για εκείνη τη μισή ώρα. Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία. Μου έκανε φοβερή εντύπωση ο ήχος. Και σκεφτόμουν “μα κι εγώ παίζω πιάνο” αλλά όταν άκουγα το πιάνο στην τζαζ, ήταν λες κι άκουγα να παίζει άλλο όργανο. Δεν μπορούσα να το καταλάβω τότε, γιατί ακούγεται τόσο διαφορετικά. Ελάμβανα ένα αίσθημα του άπειρου. Τώρα, νομίζω ότι έχει να κάνει με τον αυτοσχεδιασμό. Και φυσικά έχει να κάνει με τον ρυθμό της τζαζ που είναι πολύ ξεχωριστός. Πιο ξεχωριστός από την κλασική μουσική.

Οι έφηβοι φίλοι σας τι έλεγαν τότε;
Θυμάμαι τον κολλητό μου τότε που ήθελε να βγούμε έξω αλλά έπρεπε να κάτσω να παίξω πιάνο.

Τους βάλατε να ακούσουν τζαζ;
Όχι. Ήμουν απασχολημένος να την ακούω εγώ και να προσπαθώ να την καταλάβω. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος, μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση. Τότε δεν υπήρχαν ούτε δίσκοι και μου κάνει εντύπωση πόσο εξελίχθηκε η τζαζ στη Λευκωσία με τζαζ κλαμπ όπου παίζουν συνέχεια.

Αλλά δεν έχει δισκάδικα…
Έχει όμως iTunes και YouTube. Και τζαζ κλαμπ και μουσικούς που παίζουν μόνο τζαζ, ενώ διδάσκεται η τζαζ και στα σχολεία. Είναι φανταστικό όταν σκεφτείς τη δύναμη της τζαζ. Αυτό βέβαια δεν γίνεται μόνο στην Κύπρο. Παντού υπάρχουν σχολεία τζαζ. Όταν το σκεφτείς, είναι φοβερό. Είναι μια γλώσσα που τη μιλά όλος ο κόσμος. Πολλές άλλες μουσικές είναι ωραίες αλλά δεν θα βρεις στην Κύπρο σχολείο για κινεζική μουσική λόγου χάρη. Ή για γιαπωνέζικη μουσική. Αυτό νομίζω πως δείχνει τη δύναμη της τζαζ, πως είναι μουσική για όλο τον κόσμο.

Αυτός που πάντα αναζητεί

Το τελευταίο σας πρότζεκτ παντρεύει επίσης ήχους;
Την πρώτη φορά που παρουσίασα κάτι στην Αξιοθέα είχα κάνει συνειδητά διασκευές κομματιών ελληνικών και κυπριακών σε τζαζ και ορισμένες συνθέσεις που είχαν αυτό το στοιχείο. Αυτή τη φορά δεν είναι συνειδητό το πάντρεμα. Απλώς συνέθεσα ορισμένα κομμάτια. Όταν τα δω από μακριά, νομίζω πως υπάρχει η μελωδικότητα της ελληνικής μουσικής με τον ρυθμό της τζαζ. Πάντα όμως ο αυτοσχεδιασμός είναι το πιο βασικό στοιχείο. Θα μπορούσα να πω ότι τα περισσότερα καινούργια κομμάτια μου βγήκαν πιο ανοιχτά στο αίσθημα. Κάθε καλλιτέχνης περνά από στάδια. Όταν πρωτομαθαίνεις την τζαζ, συνθέτεις κάπως διαφορετικά. Όταν μαθαίνεις ορισμένα πράγματα για τη σύνθεση και τη θεωρία, βγαίνουν διαφορετικά. Αυτά νομίζω είναι τα πιο φυσικά κομμάτια. Βλέπω τον εαυτό μου μέσα από αυτά πιο αντικειμενικά. Ορισμένα κομμάτια βγήκαν σε λεπτά. Ένα, για παράδειγμα, ήξερα πώς ήταν στο μυαλό μου σε δέκα λεπτά. Φυσικά μου πήρε χρόνο να το γράψω σε παρτιτούρα. Αλλά το “είδα” στο μυαλό μου και το άκουσα έτοιμο. Άλλες φορές βασανίζομαι λίγο ή πολύ. Όμως μερικές φορές βγαίνουν αβίαστα, με την πρώτη. Και συνήθως αυτά είναι τα καλύτερα, τα αγαπημένα μου.

Ποιος είναι ο τίτλος του πρότζεκτ;
Dingane. Είναι μια σύνθεση, ίσως η πιο χαρακτηριστική, που σημαίνει “αυτός που πάντα αναζητεί” σε μια αφρικανική διάλεκτο. Μου άρεσε ο τίτλος γιατί κι εγώ πάντα νιώθω ως καλλιτέχνης ότι κάτι αναζητώ. Νομίζω αυτή η σύνθεση μου δίνει αυτή την αίσθηση του ανοίγματος, όπου πάντα ψάχνεις κάτι.

Πώς λειτουργείτε ως συνθέτης;
Έμαθα να βρίσκω έμπνευση παντού. Μια φορά ήμουν σε ένα gig, που δεν ήταν τζαζ, και προτού ξεκινήσουμε, καθόμουν στο πιάνο και έπαιζα για ζέσταμα. Θυμάμαι ότι βρήκα μια συγχορδία και είπα “αυτό πρέπει να γίνει τραγούδι”. Μόλις πήγα σπίτι το έγραψα. Βρήκα έμπνευση σε περίεργο χώρο. Σίγουρα όταν το πιάνο είναι φοβερό, αυτό βοηθά. Τέτοια πιάνα υπάρχουν σε διάφορα τζαζ κλαμπ. Ένα κλαμπ όπου παίζουμε συχνά, το Kitano, έχει ένα από τα καλύτερα πιάνα στη Νέα Υόρκη. Θυμάμαι την τελευταία φορά που έπαιξα εκεί, όταν μου έλεγαν καλά σχόλια, απαντούσα “το πιάνο παίζει μόνο του”. Και νόμιζαν ότι αστειεύομαι αλλά το εννοούσα. Όταν το πιάνο είναι κατάλληλο αλλά και ο κόσμος και το περιβάλλον, νιώθω ότι βάζω τα χέρια μου στο πιάνο και ακολουθώ ό,τι θέλει να παίξει το πιάνο.

Δεν εννοείτε λοιπόν ότι το πιάνο πρέπει να είναι, απλά, καλής ποιότητας.
Όχι απαραίτητα. Υπάρχουν και άνθρωποι καλής ποιότητας, αλλά ορισμένες φορές με έναν άνθρωπο μπορείς να ξανοιχτείς. Και με τα πιάνα έτσι είναι. Πάντα συγκρίνονται τα Steinway πιάνα με τα Yamaha. Δεν ξέρω αν έχει σημασία αλλά όταν με ρωτούν, λέω πως τα Yamaha είναι σχεδόν όλα καλά, αλλά σχεδόν όλα τα ίδια. Τα Steinway είναι το καθένα όπως ένας άνθρωπος ξεχωριστός. Μπορεί να σου τύχει ένας καλός άνθρωπος αλλά να μην ταιριάζετε. Όταν όμως σου τύχει ένα καλό άτομο -και το σωστό Steinway- που να μπορείς να μιλήσεις και να ακούσεις τι θέλει να πει, είναι σούπερ.

Συνέντευξη στη Μερόπη Μωυσέως | Φωτογραφία Ελένη Παπαδοπούλου

Πηγή: ΠΑΡΑΘΥΡΟ